- ποικιλόστολος
- και δ. γρφ. ποικιλόστομος, -ον, Α(για πλοίο) αυτός που έχει διακοσμημένη πλώρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -στολος (< στόλος < στέλλω). Ο τ. ποικιλόστομος < ποικίλος + -στομος (< στόμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποικιλοστόλῳ — ποικιλόστολος with variegated prow masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
ποικιλόστομος — ον, Α (δ. γρφ.) βλ. ποικιλόστολος … Dictionary of Greek